διαβόλων

διαβόλων
διάβολος
slanderous
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαβολῶν — διαβολή false accusation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζερζεβούλης — ο ο σατανάς, ο άρχοντας τών διαβόλων νεοελλ. 1. ζωηρό, απείθαρχο άτομο 2. πανούργος, πονηρός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βερζεβούλης (με αφομοίωση τού β σε ζ ) < Βεελζεβούλ «αρχηγός τών διαβόλων»] …   Dictionary of Greek

  • βελζεβούλης — ο και βερζεβούλης και βερζεβούλιας (AM Βεελζεβούλ) ο Σατανάς, ο άρχοντας των διαβόλων νεοελλ. 1. ζωηρό, απείθαρχο παιδί 2. πονηρός, πανούργος άνθρωπος …   Dictionary of Greek

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Αγγαίος — (β’ μισό 6ου αι. π.Χ.).Βιβλικό πρόσωπο.Προφήτης των Εβραίων, o δέκατος στην κανονική σειρά των ελασσόνων προφητών και πρώτος από αυτούς που προφήτεψαν μετά την αιχμαλωσία (μεταιχμαλωσιακούς). Φαίνεται ότι γεννήθηκε στη Βαβυλώνα και ήταν ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Βάαλ — (Baal). Υπέρτατη θεότητα (σημαίνει Κύριος) αρκετών σημιτικών λαών και πόλεων της Εγγύς Ανατολής και της βόρειας Αφρικής, γνωστή και στους Εβραίους. Ο Β. εικονιζόταν ένοπλος, με δόρυ στο χέρι και με ένα φωτεινό στεφάνι γύρω στο κεφάλι του, σύμβολο …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Δεληγιάννης — Επώνυμο οικογένειας από τα Λαγκάδια της Γορτυνίας. Αρχικά το επώνυμό τους ήταν Παπαγιαννοπούλου. Τα μέλη της έδρασαν κατά τα τέλη του 18ου αι., στα χρόνια της Επανάστασης και μετά από αυτή. 1. Αναγνώστης (1771 – 1856). Αδελφός του Θεόδωρου (βλ. 2 …   Dictionary of Greek

  • αντιμετώπιση — η το να αντιμετωπίζει κανείς κάποιον ή κάτι: Η αντιμετώπιση των διαβολών δεν είναι εύκολη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”